Αδικία; Και γιατί να μην της κάνουν αδικία τούτη τη φορά δηλαδή; Ποιος γνοιάστηκε για μένα τόσα χρόνια;" διερωτήθηκε η γιαγιά δύσπιστα. Είδαν πολλά τα μάτια της στη ζωή της για να πιστεύει στα θαύματα. "Εγώ σ' αυτόν τον κόσμο την αδικία την έζησα στο πετσί μου, κύριε δάσκαλε. Σ' εμένα τέτοια πράγματα; Εγώ πια δεν ελπίζω σε τίποτα!" μονολογούσε κάθε που το θυμόταν.
Πίστεψε όμως αργότερα, όταν η επιμονή του δασκάλου απέφερε καρπούς και αντί να πληρώνει δίδακτρα, της τα χάριζαν. Και όχι μόνο δεν πλήρωνε αλλά έπαιρνε κι από πάνω ένα χρηματικό βραβείο ως η καλύτερη μαθήτρια.
Με αυτές τις σκέψεις άνοιξε την ξεβαμμένη πράσινη πόρτα του ανωγιού. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν ανατριχιαστικά. Η ματιά της έπεσε ανήσυχη στη μικρή που ακόμα κοιμόταν αμέριμνα. Ξαπλωμένη κάτω στα πόδια της η Χιόνα, η κάτασπρη γάτα τους, γουργούριζε και κοίταζε την γιαγιά με μισόκλειστα μάτια. Την είδε να ανακάθεται και να γλείφει με τη ροζ της γλωσσίτσα την πλούσια γούνα της. "Θα 'χουμε σύντομα ξένους", σκέφτηκε. Ήταν μια παλιά προκατάληψη απ' τις πολλές που όριζαν τη ζωή των ανθρώπων σ' αυτά τα μέρη.